Ο αεραγωγός αρχίζει από τη μύτη και το στόμα, εκτείνεται διαμέσου του φάρυγγα, λάρυγγα και τραχεία, και τελικά καταλήγει στους πνεύμονες. Παρόλο που η τραχεία δεν υποχωρεί στην αρνητική πίεση, τα υπόλοιπα μέρη της αναπνευστικής οδού δεν έχουν τις ίδιες ιδιότητες. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι μύες οι οποίοι διατηρούν την αναπνευστική οδό ανοιχτή, χαλαρώνουν, οδηγώντας έτσι σε κατάρρευση την αναπνευστική οδό. Εφόσον οι πνεύμονες προσπαθούν να εισπνεύσουν την ίδια ποσότητα αέρα διαμέσου μικρότερου σε διάμετρο οδού, η ταχύτητα εισροής του αέρα πρέπει να αυξηθεί. Ταχύτερες ταχύτητες ροής αέρα θέτουν τις εύκαμπτες δομές του στοματοφάρυγγα, όπως την οροφή του στόματος ή αλλιώς υπερώα, και τη γλώσσα σε δόνηση, η οποία και προκαλεί τους ενοχλητικούς θορύβους του ροχαλητού. Εάν η κατάρρευση της αναπνευστικής οδού είναι πλήρης, τότε η εισροή του αέρα σταματάει και ακολουθεί άπνοια. Η αποφρακτική υπνική άπνοια χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια απόφραξης της αναπνευστικής οδού, τα οποία συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου, συνήθως σχετίζονται με πτώση στα επίπεδα του οξυγόνου στο αίμα και οδηγούν σε υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αναπνευστική οδός μπορεί να αποφραχθεί σε οποιοδήποτε σημείο από τη μύτη μέχρι το λάρυγγα, αν και σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει μερική απόφραξη σε πολλαπλά επίπεδα. Η μύτη μπορεί να αποφραχθεί από σκολίωση ρινικού διαφράγματος, φλεγμονή, αλλεργίες ή αδυναμία των χόνδρων οι οποίοι υποστηρίζουν τη μύτη. Υπερτροφικές αμυγδαλές ή ευμεγέθης γλώσσα μπορεί να αποφράξουν το στόμα και το φάρυγγα. Το μέγεθος και το σχήμα της κάτω γνάθου μπορούν επίσης να παίξουν έναν ρόλο, με το να περιορίσουν το χώρο στον οποίο η γλώσσα και οι παρίσθμιες αμυγδαλές πρέπει να χωρέσουν. Όσο περισσότερο περιορισμένη είναι η αναπνευστική οδός όταν ένα άτομο είναι ξύπνιο, τόσο περισσότερο πιθανό είναι να υπάρξει απόφραξη κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της άπνοιας, ή της βαρύτητάς της.
Κάθε μυοχαλαρωτικό, όπως η κατανάλωση αλκοόλ πριν από την ώρα του ύπνου, ή υπνωτικά χάπια, μπορούν να αυξήσουν το βαθμό της κατάρρευσης της αναπνευστικής οδού και να επιδεινώσουν το ροχαλητό ή την άπνοια. Αύξηση βάρους ή παχυσαρκία οδηγούν σε αύξηση του μεγέθους των αποθεμάτων λίπους κατά μήκος του λαιμού, το οποίο μπορεί να επιδεινώσει την άπνοια. Το κάπνισμα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερες πτώσεις του οξυγόνου στο αίμα κατά τη διάρκεια της άπνοιας, το οποίο υποβάλλει σε επιπρόσθετο στρες την καρδιά και τους πνεύμονες.